31 Οκτ 2025

Αρχηγός υπό την επιτροπεία βαρόνων δεν γίνεται

 

Αν κανείς παρατηρήσει το πώς διεξάγεται η πολιτική συζήτηση εντός του ΠΑΣΟΚ, μια συζήτηση, που -παρότι τυπικά εσωκομματική- κατά βάση διεξάγεται στα μέσα ενημέρωσης, θα νομίσει ότι είναι ένα κόμμα σε κρίση, με μια ηγεσία αναποτελεσματική απέναντι στην οποία διατυπώνεται η... αγωνία των κομματικών στελεχών για την αναγκαία αλλαγή ρότας.

Το παράδοξο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχει ηγεσία που έχει επιβεβαιωθεί σε δύο διαδοχικές εκλογικές ηγεσίες και η οποία αντικειμενικά πιστώνεται μία άνοδο στα ποσοστά του κόμματος.

Συμβάλλει σε αυτό το ότι απέκτησε στο πρόσωπο του Νίκου Ανδρουλάκη ένα πρόσωπο σχετικά νέο, το οποίο δεν χρεωνόταν καταστροφικές επιλογές και συμμετοχή σε κυβερνήσεις που στα μάτια της κοινωνίας παραμένουν συνώνυμες και με τη βαθιά οικονομική κρίση.

Σίγουρα, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε έναν ηγεμονικό κεντροαριστερό πόλο, καθώς μπορεί να είναι κοινοβουλευτικά και δημοσκοπικά η αξιωματική αντιπολίτευση, βοηθούσης και της αποδιάρθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δείχνει να έχει φτάσει στο όριό του, σε ένα εκλογικό «ταβάνι».

Όμως, αυτό είναι ένα συνολικότερο πρόβλημα που αποτυπώνει τα όρια που έχουν όλοι οι δημοκρατικοί ή προοδευτικοί σχηματισμοί που έρχονται από μία προηγούμενη φάση.

Ωστόσο, δεν θέλω να σχολιάσω τα συνολικότερα στρατηγική ερωτήματα (και προβλήματα) της κεντροαριστεράς. Κυρίως θέλω να σταθώ σε μια σειρά από πολιτικά συμπτώματα εντός του ΠΑΣΟΚ που έχουν ευρύτερη σημασία.

Δείτε για παράδειγμα τη στάση της Άννας Διαμαντοπούλου. Αλλεπάλληλες δηλώσεις έμμεσης αμφισβήτησης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ: «Είναι ισχυρός αρχηγός ο κ. Ανδρουλάκης», αλλά «υπάρχουν ζητήματα σε σχέση με την εικόνα του». Μια δήλωση με σαφή σκοπιμότητα την αμφισβήτηση, έστω και με μανδύα τυπικής κομματικής νομιμοφροσύνης.

Δείτε τον κ. Γερουλάνο, έτερο διεκδικητή της ηγεσίας, που αποφάνθηκε ότι «ίσως ήταν λάθος η άδεια καρέκλα» του Νίκου Ανδρουλάκη στην κηδεία του Νίκου Σαββόπουλου, δήλωση που αντικειμενικά συντονίζεται με την κυβερνητική ρητορική, παρότι γνωρίζει (ή θα έπρεπε να γνωρίζει) ότι επρόκειτο για κηδεία δημοσία δαπάνη και όχι κηδεία με τιμές πρωθυπουργού ή αρχηγού κράτους, όπου όντως θα έπρεπε να υπάρχουν θέσεις για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και άρα εάν κάτι ήταν άστοχο ήταν ακριβώς ότι διαμορφώθηκαν έτσι θέσεις «επισήμων».

Δείτε ακόμη και τον δήμαρχο Αθηναίων κ. Δούκα, που εξακολουθεί να κινείται ως να είναι ανοιχτό το πεδίο ανάδειξης της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ αλλά και στην κεντροαριστερά συνολικότερα.

Και μπορεί να είναι διαφορετικές οι τοποθετήσεις, όμως τις συνέχει η ίδια αντίληψη ότι στο ΠΑΣΟΚ η ηγεσία πρέπει να είναι υπό την επιτροπεία των κομματικών βαρόνων.

Μόνο που αυτό είναι μια συνταγή για την αποτυχία και την ήττα.

Αφενός γιατί στα μάτια της κοινωνίας αντικειμενικά κάνει το κόμμα να φαντάζει αδύναμο – πώς θα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα ένα κόμμα όπου ο αρχηγός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την εσωκομματική υπονόμευση.

Αφετέρου γιατί ο συντονισμός αρκετών τοποθετήσεων με την κυβερνητική γραμμή, διαμορφώνει μια εικόνα που οι πολίτες αισθάνονται ότι αυτό που επιδιώκεται είναι να γίνει το ΠΑΣΟΚ ένας εν δυνάμει σύμμαχος της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως από τη στιγμή που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η αυτοδυναμία είναι αδύνατη. Μόνο που κάτι τέτοιο όχι μόνο παραπέμπει σε ένα κόμμα αντικειμενικά «μικρό», αλλά και δεν απαντά στην πραγματική πρόκληση των καιρών που είναι να υπάρξει όντως ένας αντίπαλος πόλος στην κυβερνητική παράταξη.

Ακόμη περισσότερο, όλη αυτή η εικόνα μιας παράταξης στην οποία με το που τέλειωσε η διαδικασία εκλογής αρχηγού απλώς ξεκίνησε το ροκάνισμα της καρέκλας από όσους αμφισβητούν την ηγεσία, απλώς διευκολύνει την κυβερνητική ρητορική που συμπυκνώνεται στο «μπορεί η ΝΔ να έχει προβλήματα, αλλά παραμένει συγκροτημένη ενώ η αντιπολίτευση είναι σκορποχώρι».

Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει προφανώς ένα συνολικότερο πρόβλημα που αφορά το πώς έχει μετασχηματιστεί η ίδια η δημόσια σφαίρα, όπου έχουν ξεχαστεί βασικές αρχές, όπως ότι τα κόμματα στηρίζονται στην εκπροσώπηση κοινωνικών συμφερόντων και δυναμικών, και όπου τροφοδοτείται η αντίληψη ότι η ανάδειξη στην ηγεσία είναι αποτέλεσμα αποτελεσματικής αναρρίχησης και καλής επικοινωνίας και όχι στρατηγικής ικανότητας και δυνατότητας συνομιλίας με την κοινωνία. Ένας μετασχηματισμός που έχει οδηγήσει σε έναν πολλαπλασιασμό – σε όλους τους χώρους – των αυτόκλητων δυνάμει ηγετών που μεταφράζουν την υποστήριξη από συγκεκριμένα συμφέροντα ή κέντρα εξουσίας (και φίλια ΜΜΕ) σε λαϊκή απήχηση.

Σε αυτή τη βάση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς ποια είναι τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ που όταν δεν είναι στη Βουλή, «οργώνουν» τις εκλογικές τους περιφέρειες, συνήθως νέα στελέχη που όντως δίνουν τη μάχη, και ορισμένα παλαιότερα στελέχη που θεωρούν ότι αρκεί να πιάσουν το στασίδι σε κάποια ενημερωτική εκπομπή ή να κάνουν κάποια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχουν εκπληρώσει το κομματικό τους καθήκον. Η αντίστιξη ανάμεσα σε αυτές τις δύο κατηγορίες στελεχών και τις διαφορετικές αντιλήψεις που έχουν για το τι σημαίνει τελικά «δουλεύω για το καλό της παράταξης» εξηγεί και το πρόβλημα (αλλά και δίλημμα) που αντιμετωπίζει σήμερα το ΠΑΣΟΚ.

Και δεν είναι μόνο εάν κάποια στελέχη όντως εργάζονται για το καλό της παράταξης ή θεωρούν ότι η σημαντικότερη προσφορά τους είναι η ατομική τους ανέλιξη. Είναι και το γεγονός ότι κάποιες στιγμές δεν συμπεριφέρονται ως να θέλουν να ηγηθούν μιας μεγάλης παράταξης, αλλά απλώς να κατοχυρωθούν ως πολιτικά στελέχη ενός συστήματος διακυβέρνησης που θα στέκεται απέναντι στα «άκρα» και υποχρεωτικά θα περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία. Η επιτροπεία που θέλουν να επιβάλουν αποσκοπεί στο να παραμείνει το ΠΑΣΟΚ σε αυτό το πλαίσιο, αδιαφορώντας για το ότι ήταν ακριβώς αυτή η λογική που έριξε το ΠΑΣΟΚ σε μονοψήφια ποσοστά.

Σημαίνουν αυτά ότι αρκεί να μην υπάρχει αμφισβήτηση της ηγεσίας ώστε τα προβλήματα του ΠΑΣΟΚ να λυθούν; Αυτή θα ήταν μια πολύ εύκολη απάντηση προφανώς. Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ είναι πιο βαθύ και πρωτίστως αφορά δύο στοιχεία: από τη μια το πραγματικό ρήγμα στη σχέση εκπροσώπησης που είχε με σημαντικό μέρος των λαϊκών στρωμάτων εξαιτίας των όσων έγιναν στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας. Από την άλλη, το γεγονός ότι απέχει από το να μπορεί να δώσει στίγμα εναλλακτικής διακυβέρνησης παρότι και ικανά στελέχη έχει και καλές προτάσεις έχει καταθέσει σε συγκεκριμένα ζητήματα.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί χρειάζεται ευρύτερη ανασύνθεση και μετασχηματισμός του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου, άρα και υπέρβαση τωρινών σχημάτων.

Υπέρβαση, όμως, δεν σημαίνει καταστροφή, ούτε και λογικές που ανήκουν στη φεουδαρχία και όχι στη δημοκρατία.

in.gr